ἀβαρῶν

ἀβαρῶν
ἀβαρής
without weight
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας — (Charlemagne, 742 – Άαχεν 814). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (800 814) και βασιλιάς των Φράγκων (768 814). Στέφθηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου του Βραχύ, μοιράστηκε τον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο …   Dictionary of Greek

  • Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η …   Dictionary of Greek

  • Πρίσκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Σεπτεμβρίου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται στις 7η Δεκεμβρίου. 3. Ήταν στρατιώτης και μαρτύρησε στη Σεβάστεια επί Λικίνιου …   Dictionary of Greek

  • ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… …   Dictionary of Greek

  • Писида — Георгий византийский поэт, диакон Софийского собора; жил при имп. Гераклии (610 641). Писал ямбическими триметрами стихотворения о разных предметах, преимущественно исторических. В одном из них, Είς την κατά Περσών έκστράτειαν Ήρακλείου τοΰ… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • χαγάνος — ο, ΝΜ, και χάγανος Ν ηγεμόνας διαφόρων φύλων, όπως τών Χαζάρων, τών Αβάρων, τών Σκυθών κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”